εἰσαφικνέομαι
• Alolema(s): ἐσαπικ- Hdt.1.1, 9.101
• Morfología: [pres. inf. ἐσαπικνέεσθαι Hdt.1.1; aor. subj. 2a sg. εἰσαφίκηαι Hes.Fr.283.2, inf. ἐσαπικέσθαι Hdt.9.101]
1 c. suj. de pers. o abstr. llegar c. ac. de direcc. c. o sin prep.
πρὶν Ἴλιον εἰσαφικέσθαιIl.22.17,
Ἑλλάδ'E.Andr.13, cf. Tr.490, A.R.4.302,
ἐς ἌργοςHdt.1.1,
εἰς τὸ ἱερόνIG 22.1191.17 (IV a.C.),
Ἄϊδος δόμονIUrb.Rom.1200.7 (III/IV d.C.)
•c. ac. pers. llegar junto a, donde
συβώτην εἰσαφικέσθαιOd.13.404,
ΣειρῆναςS.Fr.861,
τὸ πλῆθος τῶν εἰσαφικνουμένων ὡς ἡμᾶςIsoc.4.45, tb. c. ac. elidido y gen. de pers.
ἐπειδὰν εἰσαφίκωμαι σοφιστοῦ (οἶκον)D.Chr.19.3
•c. dat.
διάδηλον τύπῳ τὴν αἴσθησιν τῷ ὅλῳ καὶ παντὶ εἰσαφικνεῖσθαιPlot.4.9.2
•s. determ.
πρὶν ἢ τὴν φήμην ἐσαπικέσθαιHdt.9.101, cf. 100,
ὅσοι ... εἰσαφικνοῦνται ἑκάστοτεPl.Lg.848a,
οἱ εἰσαφικνούμενοιlos visitantes de una ciudad, X.Vect.3.12, cf. 5.1,
(πόλεις) ἐῶσαι αὐτοὺς εἰσαφικνεῖσθαι καὶ οὐκ ἐξελαύνουσαιciudades que les permiten la entrada en lugar de echarlos Pl.Men.92b.
2 c. suj. de cosa venir de fuera, ser importado
δεῖ τὰ εἰσαφικνούμενα ... ὅπλα μὴ ἐκφέρεσθαι ... εἰς τὴν ἀγοράνAen.Tact.30.2.