εἰσφαίνω
1 tr. declarar
ταῦταPhilomnest.1 (var.).
2 intr. lucir, brillar
ὅπου λύχνος οὐκ εἰσφέννει (l. -φαίνει)medic. en PAnt.64.18 (pero quizá l. εἰσφέγγει)
•fig. en v. med.-pas. sobresalir, destacar
ὁ ἐν Ἰουδαίᾳ εἰσφανεὶς ἀνήρ ὁ σημεῖα καὶ τέρατα πεποιηκώςHom.Clem.1.15.2.