εἰστείχω
• Morfología: [lesb. pres. inf. εἰστείχην Sokolowski 3.124.18 (Ereso II a.C.)]
entrar
πρὸς φιλίου τέμενος ἥρωοςIKnidos 301.4 (III a.C.),
μὴ εἰστείχην δὲ μηδὲ γυν[αῖκ]α εἰς τὸν ναυὸν πλὰν τᾶς ἱερέαςSokolowski l.c.
πρὸς φιλίου τέμενος ἥρωοςIKnidos 301.4 (III a.C.),
μὴ εἰστείχην δὲ μηδὲ γυν[αῖκ]α εἰς τὸν ναυὸν πλὰν τᾶς ἱερέαςSokolowski l.c.