< εἰστείχω
εἰστέον >
εἰστελέω
1
admitir
,
incluir
en v. pas.
εἰς τοῦτο ... τὸ γένος
Pl.
Plt
.290e.
2
pagar
,
SEG
45.1508B.15 (Bargilia II/I a.C.).