< εἰσπαίω
εἰσπειράομαι >
εἰσπάμπαν
adv.
completamente
εἰ. ἠφάνισται ὁ λόγος τῶν διαβαλλόντων τὸν θεὸν λόγον
Didym.
Trin
.1.27.31.