εἰσμετρέω


ingresar, pagar esp. en especie εἰσμ[ε]μέτρηκεν εἰς τὸ[ν] θη(σαυρὸν) ... (πυροῦ) (ἀρτάβας) ι Ostr.1349 (II a.C.), εἰς τὸ βασιλικὸν <τὰ> καθήκοντα ἐκφόρια PSI 1021.20 (II a.C.), en v. pas. εἰσμετρηθῆναι τὸν καθήκοντα πυρόν PPetr.2.39(g).18, cf. PEleph.10.3, PLond.2066.5 (todos III a.C.).