< εἰσλογίζομαι
εἰσμετρέω >
εἰσμαρτυρέω
aportar testimonio
,
dar fe
ὅθεν εἰσμαρτυρήσαντος τοῦ δαίμονος ... τὴν βασίλειαν Ἀτρεὺς παρέλαβε
Sch.E.
Or
.812D.