< εἰσκωμάζω
εἰσλεύσσω >
εἰσλάμπω
brillar
,
resplandecer
(ἡλίου) μετρίως εἰσλάμποντος
Thphr.
CP
2.7.4,
de la luna
, Plu.2.929c, fig. del alma, Plot.5.1.2.