εἰσκωμάζω
c. suj de pers. irrumpir, entrar de improviso como un grupo de comastas, c. ac.
κίρκοι ... Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασανLyc.1355, c. εἰς y ac.
εἰς τὴν πόλινAristid.Or.51.30, c. dat.
εἰσεκώμασαν ἡμῖνse nos presentaron de improviso Luc.Lex.9
•fig. c. suj. de cosa o abstr.
εἰσεκώμασε δὲ καὶ ὁ ἄργυροςAth.231e,
ἡ τῶν ἀτόμων ... δόξαPhlp.in GC 157.21,
μαργαρίτης ... τῇ γυναικωνίτιδιClem.Al.Paed.2.12.118,
ἥ τε πλεονεξία ... τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇGr.Nyss.Mort.59.3,
αἰχμαλωσία ... εἰς τὴν οἰκίανChrys.Iob 1.26,
ἡ αἵρεσιςThdt.Ep.Sirm.147 (p.202.7).