< εἰσκηρύσσω
εἰσκλάομαι >
εἰσκινέομαι
actuar
,
comportarse
τὰς αἰσθήσεις ... τὰς ψηκτάς, καθ' ἃς εἰσκινούμενοι
Origenes
Fr.in Ps
.134.15-18.