εἰσβλέπω
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.7.147, E.Or.105, Theoc.6.35
1 mirar, dirigir la mirada c. ac.
μητρὸς ... τάφονE.l.c.,
εἰσβλέπων ὡς ἐλέγχων αὐτόνmirándole como para refutarle X.Smp.4.3,
τὰ νέφη κατ' εὐθυωρίανArist.Mete.377b1,
τί μ' εἰσβλέπεις ἀεί;Macho 152
•c. εἰς y ac.
ἐσβλέποντες ἐς τὸν βασιλέα ὁκότε παραγγελέειmirando hacia el rey a ver cuándo daba la orden Hdt.l.c.,
εἰς τὸν κυνηγέτηνX.Cyn.6.23,
εἰς τὸ ὄμμα τοῦ θηρίουX.Cyn.10.12,
ἐς πόντονTheoc.l.c.,
εἰς πρόσωπα ὑμῶνLXX Ib.6.28,
εἰς ἐμέLXX Ib.21.5.
2 fig. poner atención en, estar atento a, fijarse en c. εἰς y ac.
ἐς τοιάδε πρήγματαHdt.8.77, c. ac.
ἄγρυπνον ὄμμα τοὺς λογισμοὺς εἰσβλέπειMen.Mon.84, abs.
εἰσάκουσον, κύριε, εἴσβλεψον, κύριεLXX Is.37.17.