εἰσβιβάζω
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.60, Th.7.60, Luc.Syr.D.12, Procop.Goth.1.23.20


1 hacer montarse, hacer subirse ταύτην τὴν γυναῖκα ... ἐς ἅρμα Hdt.l.c.
esp. hacer embarcar, subir a bordo c. indicación del vehículo τοξότας τε ἐπ' αὐτὰς (τὰς ναῦς) ... ἐσεβίβαζον Th.l.c., εἰς τὰ πλοῖα τοὺς ἀσθενοῦντας X.An.5.3.1
sin indicación del vehículo τὸν πεζὸν στρατὸν ἐσβιβάζοντες ἔπλεον Hdt.6.95, τοὺς ἐν τῇ ἡλικίᾳ ὄντας X.HG 1.6.24, τοὺς μὲν ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας Isoc.8.48.

2 hacer entrar ἄλλους ... ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60, cf. Procop.l.c., ἐς ταύτην (λάρνακα) ... παῖδας Luc.l.c., οὕσπερ ... ἐς Δάρας Procop.Pers.1.14.11.