< εἰσαπόλλυμι
εἰσαποξεία >
εἰσαπομένω
• Alolema(s):
ἐσ-
Eust.1468.35
quedar
,
permanecer
πρόβατα
Didym.
Gen
.195.14, de pers. c. dat. loc.
τῇ Κρήτῃ
Eust.l.c.