εἰκοτολογία, -ας, ἡ
conjetura, probabilidad
op. ἐπιστήμη ‘conocimiento’ εἰ. καὶ σ[το]χασμόςPhld.Rh.2.137Aur.,
αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαιPs.Archyt.Pyth.Hell.37.1,
αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ ΠυθαγορικαίIambl.VP 82 (= Pythag.C 4.86),
καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναιcon razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis Simp.in Ph.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.in Metaph.5.5, Eust.729.20,
op. ἀλήθειαProcl.in Ti.1.339.1,
op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστονProcl.in Ti.1.348.26.