εἰκοτολογικός, -ή, -όν
1 basado en la conjetura o probabilidad
λόγοι op. ἀνέλεγκτοςProcl.in R.1.284.
2 adv. -ῶς con base en conjeturas
op. ἐπιστημονικῶςProcl.in Ti.1.340.26.
λόγοι op. ἀνέλεγκτοςProcl.in R.1.284.
op. ἐπιστημονικῶςProcl.in Ti.1.340.26.