< εἰδητικός
εἰδικός >
εἰδητός
,
-ή, -όν
cognoscible
εἶδος γάρ, ὅτι εἰδητὸν καὶ εἰδητικόν
ref. al
νοῦς
Dam.
Pr
.81, cf.
in Prm
.303.