δῐχοστᾰσία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Sol.3.37, Thgn.78, Hdt.5.75, Call.Dian.133
• Morfología: [poét. plu. dat. διχοστασίῃς A.R.4.500]
1 lucha civil
παύει δ' ἔργα διχοστασίηςSol.l.c.,
ἐν χαλεπῇ ... διχοστασίῃThgn.l.c.,
λαούς τε διχοστασίαις ἤρειπονy arruinaban a los pueblos con luchas civiles B.11.67, cf. Lyr.Eleg.Adesp.50, Orac.Sib.4.68
•sedición
δ. καὶ πληγή, ἧς κατεσκεύασεν ἐν τῇ γῇ τοῦ ἆραι τὰ νόμιμαsedición e impacto que había establecido en el país por quitar las leyes consuetudinarias LXX 1Ma.3.29,
δήμου τὴν προτέρην παῦσε διχοστασίηνAP 16.56.
2 discordia, discusión, discrepancia
ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς διχοστασίης ἐτέθη νόμος ἐν ΣπάρτῃHdt.l.c.,
ἀργαλέῃσι διχοστασίῃς κεδόωνταιse afligen con insensatas disputas A.R.l.c.,
ἐν ταραχᾷ τε καὶ διχοστασίᾳICr.1.19.3.18 (Malla II a.C.),
μὴ ἀπομνησικάκεε πρὸς τοὺς ἐν διχοστασίῃ σοι πρότερον γεγενημένουςno guardes rencor contra los que antes estaban en discordia contigo Eus.Mynd.45,
ἡ τῶν ῥητόρων δ.Plu.2.20c,
τῶν ὑπάτωνD.H.8.72, cf. D.C.22.3, Philostr.VA 4.11,
φεῦγε διχοστασίην ... πολέμου προσιόντοςPs.Phoc.151,
τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλαEp.Rom.16.17, cf. Ep.Gal.5.20
•personif. Discordia
οὐδὲ δ. τρώει γένοςCall.Dian.133
•contradicción
πράγματα διχοστασίαν ἔχοντα τῆς γνώμηςPlu.Pyrrh.22,
διχοστασίῃ δὲ μενοινῆςcon un deseo contradictorio Nonn.D.4.65.
3 dualidad, dualismo
σεμνῆς σῆμα διχοστασίηςde la filosofía platónica AP 9.188
•desigualdad
τὴν δὲ διχοστασίην καὶ βιότοιο φύγω, op. ἰσοστασίηGr.Naz.M.37.1386.