δῐχαίω


dividir en dos partes Theognost.Can.p.145.33, en v. pas. Καρκίνον, ἧχι μάλιστα διχαιόμενόν κε νοήσαις Arat.495
part. subst. ἡ διχαιομένη (sc. σελήνη) la media luna Arat.807.