< δῐχαίω
διχάλκηρος >
διχάλα
,
-ας, ἡ
dór.
entrepierna
σκήλη, ὧν τὴν διασχίδα, διχάλαν οἱ παλαιοὶ λέγουσιν
Gal.14.707.