δῐκάζω
• Alolema(s): -άσζω IG 4.554 (Argos VI/V a.C.), -άδδω IO 7.2 (V a.C.), ICr.4.80.8 (Gortina V a.C.), -άτζω (o quizá -άτδω) SEG 34.1238.64 (Eólide III/II a.C.)
• Morfología: [ép. pres. inf. δικαζέμεν Il.1.542, δικάζεν SIG 306.24 (Tegea IV a.C.); fut. ind. 3a sg. δικάσσει Ps.Phoc.11, jón. inf. δικᾶν Hdt.1.97, IEryth.2A.20 (V a.C.), Milet 1(2).9b.23 (Mileto IV a.C.); aor. ind. 3a sg. ἐδίκασσε ILampsakos 34.12 (III a.C.?), ép. 3a plu. δίκασαν Od.11.547, du. ἐδικαξάταν SEG 26.475.4 (Olimpia V a.C.), imperat. 3a sg. δικακσάτ ICr.4.72.1.6 (Gortina V a.C.), 2a plu. δικάσσατε Il.23.574, inf. δικάσσαι Hes.Op.39, Thgn.543, v. pas. el. inf. δικαστᾶμεν (forma hipercorrecta?) SEG 26.475.6 (Olimpia V a.C.), v. med. ind. 1a plu. ἐδικαξάμεθα TEracl.2.26 (IV a.C.), locr. imperat. 3a sg. δικαξάζθω FD 4.42.35 (II a.C.); perf. inf. δεδικακέναι Heraclid.Cum.4]
I intr.
1 decidir, juzgar
ἐγὼν αὐτὸς δικάσωIl.23.579, cf. 1.542, Od.11.547, Pi.Fr.52f.156, Hdt.1.14, 97, Ar.V.112, Nu.620
•en forma institucionalizada juzgar, sentenciar
οὐδὲν γὰρ ἄλλο δρᾶτε πλὴν δικάζετεAr.Pax 505,
ἀκηκόατε ... δικάζετεLys.12.100, cf. 14.12, 26.2, Arist.Pol.1293a9, Theoc.23.63,
τὸ δικάζειν καὶ τὸ κρίνεινAntipho Soph.B 44.2.26,
δικᾶν κατὰ νόμς καὶ ψηφίσματαIEryth.l.c.,
τίς αὕτη δίκη εἴη ὅπου αὐτοὶ οἱ ἀδικοῦντες δικάζοιενX.HG 5.3.10,
Περὶ τοῦ δικάζεινtít. de obras de Cleantes y Crisipo, Cleanth.Stoic.1.107, Chrysipp.Stoic.3.195
•juzgar, sentenciar por un determinado delito, c. gen.
ἐγκλήματος ... ἀχαριστίαςX.Cyr.1.2.7, c. giro prep.
πῶς ἂν οὖν ὀρθῶς δικάσαιτε περὶ αὐτῶν;Antipho 5.90,
περὶ τῶν αὐτῶν ἁμαρτημάτων δικάζοντεςLys.22.18, cf. 14.5, c. adv.
ἁμαρτήσεσθε δικάσαντες ἀδίκωςal final de una defensa, Gorg.B 11a.36, cf. Heraclid.Cum.4, fig. de los ojos
δικάζουσιν ὑγιαίνοντες ... ὀρθῶςThdt.M.81.808A
•tard. c. dat.
ὁ δικάζων τῇ ὑποθέσειel que juzga en la causa, Cod.Iust.4.21.22.6, cf. Iust.Nou.15.3.2.
2 c. dat. de pers. dirimir, juzgar la disputa de
Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι δικαζέτω (ὁ Ζεύς)Il.8.431, cf. E.Fr.506.4,
ἐς μέσον ἀμφοτέροισι δικάσσατεIl.23.574
•institucionalizado juzgar la causa de
τοῖσι πέλας ... δικάζεινHdt.1.97,
ἑκάστῳ δικάζεινHdt.2.137,
δικάζοντες αὐτοῖςX.Cyr.1.2.6, cf. Call.Fr.194.67, PAmh.80.7 (III d.C.), Colluth.128.
3 actuar como juez, formar parte de un tribunal
οὐκ ὢν Ἀθηναῖος καὶ ἐδίκαζεLys.13.73,
ἐδίκαζε καὶ ἠκκλησίαζεLys.13.76,
τοῦ δικάζειν ... μετέδοτεLys.26.2
•esp. en part.
οἱ δικάσαντες τότεD.21.75,
οἱ τῇ Ἱπποθωντίδι δικάζοντεςlos jueces de la tribu Hipotóntide Lys.23.2
•fig. relig.
αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ δικάζωνde Jesucristo, Chrys.M.59.152.
4 en v. med. pleitear, presentar demanda, iniciar un proceso
δικαζομένων αἰζηῶνOd.12.440, cf. Hdt.1.96, Th.1.77, Ar.Nu.496,
ἀναγκάζομαι δικάζεσθαιme veo obligado a iniciar un proceso Lys.Fr.39.6.4,
περὶ ... τοῦ δικάζεσθαι πάντες πειρῶνται τεχνολογεῖνArist.Rh.1354b26, op. ἐργάζεσθαι:
τὴν δὲ οὐσίαν οὐ δικαζόμενον ἀλλ' ἐργαζόμενον κεκτημένονque he adquirido mi fortuna no pleiteando sino trabajando Antipho 2.2.12
•c. giro prep. o gen. indicando causa demandar, pleitear por
δικαζόμενος ... τεύχεσιν ἀμφ' ἈχιλῆοςOd.11.545,
κακηγορίας δικάζεσθαιpresentar demanda por calumnias Lys.10.2,
δικάζου κλοπῆςD.22.27
•c. dat. de pers. demandar, pleitear contra
Μητροτίμῳ δηὖτέ με χρὴ τῷ σκότῳ δικάζεσθαιHippon.193,
οὐκ ἂν ἐδικάζου αὐτῷ ...;¿no lo demandarías? Lys.10.9,
δικάσεσθαι φασί μοιAr.Nu.1141,
δικαζόμενος τῷ πατρίPl.Euthphr.4e, tb. c. πρός y ac.
οὐ δικαζόμεθα πρὸς αὐτούςTh.3.44, cf. Vett.Val.188.30, pero
ὁ βλαπτόμενος δικαζέσθω πρὸς τοὺς ἀστυνόμουςla víctima que presente una demanda ante los astínomos Pl.Lg.845e
•c. gen. y dat.
Λυσιθέῳ κακηγορίας ἐδικάσωLys.10.12
•c. μετά y gen. presentar demanda junto con
Νικόστρατος γὰ[ρ δικ]άζεται μετὰ Ξενοκ[λέουςLys.Fr.1.1.
II tr.
1 juzgar, sentenciar
τὰ ... ἀλιτράPi.O.2.59,
τἀ<μ>πλακήμαθ'A.Supp.230, cf. 934,
τόδε (τὸ πρᾶγμα)A.Eu.471, cf. A.R.4.1117,
φόνονE.Or.580,
αἴτιο[ν] φόν[IG 13.104.11 (V a.C.),
τἀμὰ ... δικάζεινE.Hel.1637,
τὰς ... εὐθύναςD.19.132,
τὰς τῶν παρανόμων γραφάςLycurg.7,
τὸν ἀγῶναDin.1.46,
Φρὺξ ἐδίκαζεν ἔρινentre las dos diosas, Call.Lau.Pall.18, cf. Q.S.5.318,
τὰ δίκαιαLuc.DDeor.18.2, fig.
(χρόνος) δικάζει τὸν ἄγαμον γάμονS.OT 1214
•tard. c. ac. de pers.
σὲ θεὸς μετέπειτα δικάσσειPs.Phoc.11,
μαθὼν ... δικάζειν αὐτὸν ἤδηD.C.69.18.3,
Μίνω καὶ Ῥαδάμανθυν δικάσειν ... τοὺς πονηρούςAthenag.Leg.12.2
•juzgar c. ac. int.
τήνδε δίκηνHes.Op.l.c., cf. Fr.338, Thgn.l.c., Hdt.6.139, Milet l.c., A.R.4.1105, ILampsakos l.c., Nonn.D.19.189,
δίκην ἄδικονHdt.5.25,
τὰς ἐμπορικὰς δίκαςD.35.46,
φόνου δίκας δ.juzgar procesos de asesinato Lys.26.12, tb. c. dat. pers.
τοῖσι Πέρσῃσι δίκας δικάζουσιHdt.3.31, cf. A.R.2.1027, Q.S.5.157, en v. pas.
ὅτε ... αἱ ἀστικαὶ δίκαι ἐδικάζοντοLys.17.3,
ὃς τὰς δίκας τὰς δικασθείσας προστάττειPl.Cri.50b,
τὸ τὰς δίκας ὑπὸ τῶν ἀρχείων δικάζεσθαιArist.Pol.1273a19, c. ac. de rel.
ὡς αἰσχρὰς δίκας δεδίκασμαιque he sido juzgado en procesos infamantes Lys.21.18,
οὐδενὶ ... δίκην ... ἐδικασάμεθαLys.12.4,
Καλλάρῳ τὴν αὐτὴν δίκην δικάζονταιD.55.31
•en v. med. mismo sent.
δικάζευ τὴν Πριηνίην δίκηνDemod.2,
δίκας ἰδίας συκοφαντῶν ἐδικάζετοinició procesos privados como sicofante Lys.13.67, cf. 1.44,
ἐδικαζάμεθα δίκας τριακοσταίαςTEracl.l.c., abs.
δικάζεσθαι Βίαντος τοῦ Πριηνέος κρέσσωνser mejor juez que Bias de Priene Hippon.12.
2 c. ac. de resultado condenar
δικάζεις ... φυγὴν ἐμοίme condenas al destierro A.A.1412,
ἐδίκασε φόνον ὁ Λοξίας ἐμᾶς ματέροςE.Or.164,
φόνον δικάζων φόνοςE.El.1094.
III c. or. complet. decidir, resolver
ἐδίκασαν ... δέκα Αἰγυπτίων ... ἀνταπόλλυσθαιHdt.3.14, cf. ICr.4.72.1.6 (Gortina V a.C.), A.R.4.376,
Τελμησσέων δικασάντων ὡς ... ἔσονται Σάρδιες ἀνάλωτοιHdt.1.84,
εἰσόκε τις δικάσῃσι ... βασιλήων εἴ τέ μιν ... χρειὼ ..., ἱκάνειν ... εἴ τε ... ἕπεσθαιhasta que algún rey decidiera si ella debía volver o seguir A.R.4.347, en v. pas.
ὁποτέρων δ' ἂν δικασθῇ εἶναι τὴν ἀποικίαν, τούτους κρατεῖνTh.1.28.