< Δίκα
δῐκάζω >
δικαδία
,
-ας, ἡ
vasija de dos
κάδοι de capacidad
Ath.Askl
.3.17 (IV a.C.),
IG
2
2
.1533.17 (IV a.C.), 1695.3 (III a.C.).