< διδύμιον
διδυμόγονος >
δῐδῠμογενής
,
-ές
relativo a gemelos
,
gemelo
Κάστορός τε συγγόνου τε διδυμογενὲς ἄγαλμα πατρίδος
E.
Hel
.206, cf. διδυμαγενής.