διδύμιον, -ου, τό


I anat., plu.

1 eminencias cercanas a la glándula pineal del cerebro, tubérculos cuadrigéminos εἰσὶ δ' οἳ διδύμοις εἰκάσαντες αὐτὰ διδύμια καλεῖν εἵλοντο Gal.3.678, cf. 2.729.

2 dim. de δίδυμος testículo pequeño Paul.Aeg.6.68.

II bot. otro n. de la ὄρχις orquídea διδυμίου ῥίζα· βοτάνης εἶδος. καὶ ὁ ὄρχις δὲ οὕτως λέγεται Hsch.