δᾰσύπρωκτος, -ον
de culo velludo
ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτωνPl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, Gloss.2.266.
ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτωνPl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, Gloss.2.266.