< δᾰσύπρωκτος
δᾰσῠπώγων >
δασύπυγος
,
-ον
de culo peludo
μισῶ τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐνήλικας καὶ δασυπύγους
Sch.Theoc.5.112/113b.