δώρημα, -ματος, τό
regalo, presente
ἐπαρθεὶς τοῖσι δωρήμασιHdt.7.38,
τὸ παρὰ τοῦ ἰδιώτου δώρημαX.Hier.8.4, frec. c. dat.
δ. Θησέως τόκοιςA.Eu.402, cf. Pr.626,
Ἡρακλεῖ δωρήματαS.Tr.668, c. gen. subjet.
δωρήματα ἀνόμωνLXX Si.34.18, cf. D.S.3.47, Luc.Trag.244
•dado a los dioses y a los muertos ofrenda
Γῇ τε καὶ φθιτοῖς δωρήματαA.Pers.523,
οὐρανίοις θεοῖς δωρήματαAr.Nu.305
•ref. cosas intangibles recibidas de los dioses don
θεῶν δ. ἀνθρώποιςArist.EN 1099b11,
μέγα δ. βροτοῖςref. la salud, Isyll.1.57,
θεόπεμπτά τινα δωρήματαLongin.34.4,
τὰ θεῖα δωρήματαD.P.Au.1.18,
πᾶσιν γὰρ ὁ θεὸς δίδοσθαι θέλει ἐκ τῶν ἰδίων δωρημάτωνHerm.Mand.2.4, cf. I.AI 4.318, Ep.Iac.1.17, Ep.Rom.5.16, Cat.Ps.118 Pal.144a.5, Leont.Byz.M.86.1301A.