δύσχροια, -ας, ἡ


mal color ref. a pers. palidez δ. ἐπαλγὴς περὶ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς αἰσθήσεως Dsc.Ther.6, δύσχροιαι περὶ τὸ σύμπαν γίνονται σῶμα Gal.7.345, op. εὔχροια Asp.in EN 44.6, Gal.17(2).215, Sor.1.15.20, fig. δ. καὶ μέλαινα de la naturaleza humana tras el pecado, Gr.Nyss.Hom.in Cant.100.8.