δύσχρηστος, -ον
I
ἡ ἐξουσίαIsoc.8.103,
μία ἐπὶ πάντων μέθοδοςArist.Top.102b37.
2 molesto, incómodo de pers.
(ὁ δίκαιος) δ. ἡμῖν ἐστινLXX Is.3.10, Sap.2.12, de cosas
ἐγγηρᾶσθαι δέ, δύσχρηστονHp.Aph.2.54,
τὸ λατομεῖονStr.12.2.8,
ἐσθῆτα ... μείζω τοῦ σώματος ἔχεινD.Chr.17.21
•neutr. plu. subst. τὰ δύσχρηστα inconvenientes
πολλὰ δύσχρηστα συμβαίνει τοῖς ἱστοροῦσιD.S.4.8, cf. Cic.Att.128.5.
3 inservible
ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ... δ.X.Cyr.3.3.26, de los perros de caza sin adiestrar, X.Cyn.3.11, de tropas, Plb.4.11.8,
ἵπποςPlu.Alex.6,
τὰ γὰρ εὔχρηστα τῆς φιλίας δύσχρηστα γίγνεται διὰ τὴν πολυφιλίανPlu.2.95b,
(ἀσπίς) δ. ἐν [ὕδασινSch.Er.Il.21.163 (p.92).
4 apurado, difícil
ἐν καιρῷ περὶ πάντα γενομένῳ δυσχρήστῳen un tiempo que en todos los órdenes fue de dificultades (económicas) IStratonikeia 275.17 (II/III d.C.).
5 gram. inusitado, incorrecto
ἐνεστὼς ... δ. ἀντὶ τοῦ ... ἀορίστουEust.934.48.
II adv. -ως
1 con molestia, incómodamente
δ. ... ζυ]γομαχῶν τοῦτονMen.Dysc.249
•con dificultad
δ. ἀπαλλάττοντεςPlb.4.64.7,
ἔχειν δ.Posidonius 1.
2 de manera inservible
νῆες γέμουσαι δ. διέκειντο πρὸς τὸν κίνδυνονPlb.1.61.4,
op. χρησίμωςStr.17.2.4.