δύστλητος, -ον
• Alolema(s): dór. δύστλᾱτ- B.Fr.20D.11


duro de sobrellevar, difícil de soportar Ἀνάγκη Emp.B 116, τάδε A.A.1571, στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς †δύστλητον† E.Ph.1438, κακά Lyc.1281, ἡ δ' ἐν θεοῖς ἀνάγκη δ. οὔκ ἐστι Plu.2.745d, πένθος RECAM 2.149 (I d.C.), AP 7.560 (Paul.Sil.), δύστλητα πανημέριος τολυπεύσει IUrb.Rom.1379.5.