< Δύστιος
δύστλητος >
δυστλήμων
,
-ον
mísero
,
desgraciado
ἄνθρωποι
h.Ap
.532, Orph.
Fr
.49.95, cf. Man.1.110,
χειρὶ τῇ δυστλήμονι
prob. en sinécdoque
, S.
Fr
.555.8.