δύσρητος, -ον
I
τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστιGal.in Pl.Tim.16.7, cf. 18,
τὸ ποιὸν τῆς κινήσεωςGal.8.885,
ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματαGal.12.501.
2 difícil de pronunciar
φωναίGal.17(2).236
•de expresión complicada o difícil
op. ἁπλοῦς: λόγοςSch.Er.Il.12.13-15.
II que no debe decirse subst. τὰ δύσρητα cosas inconvenientes o indecorosas
αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγεινDemetr.Eloc.302.