δύσρηκτος, -ον
1 difícil de romper o rasgar
ὑμήνGal.4.237,
τὸ δὲ παχὺ καὶ γλίσχρον ὑγρὸν ... δ. ὑπάρχονref. a burbujas, Gal.18(2).178
•fig. irrompible
(ὁ δαίμων) δεσμὸς δ. γενόμενος τῆς ... ψυχῆςHom.Clem.9.9.5.
2 difícil de atravesar, infranqueable, impenetrable
ἐπύκνωσεν ἕκαστον τῶν μερῶν (τοῦ στρατοῦ) ὥστε δύσρηκτον εἶναιD.C.62.8.3.