< δυσπρεπής
δυσπρόκοπος >
δύσπριστος
,
-ον
difícil de serrar
τὰ λίαν ξηρὰ (ξύλα) διὰ τὴν σκληρότητα δύσπριστα
Thphr.
HP
5.6.3.