< δυσπρέπεια
δύσπριστος >
δυσπρεπής
,
-ές
1
indigno
,
inconveniente
ἀγχόναι ... κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται
E.
Hel
.300.
2
feo
,
deforme
Hsch.