δύσοργος, -ον
• Alolema(s): δυσοργός Hsch.
• Prosodia: [-ῠ-]
1 irascible, iracundo
ἀνήρS.Ai.1017, cf. Ph.377, Tr.1118,
διὰ τὴν τοῦ νοσήματος σφοδρότητα ... δυσόργους γινομένουςGal.16.326.
2 malhechor Hsch.
ἀνήρS.Ai.1017, cf. Ph.377, Tr.1118,
διὰ τὴν τοῦ νοσήματος σφοδρότητα ... δυσόργους γινομένουςGal.16.326.