δυσόργητος, -ον
I
θεόςPoll.1.39,
βασιλεύςPoll.1.42.
2 impío o cruel Hsch.
II adv. -ως de forma irritable o irascible
δ. ταῖς τύχαις ὁμιλοῦντεςD.H.6.47,
μὴ δ. ἐνέγκατεD.H.7.31.
θεόςPoll.1.39,
βασιλεύςPoll.1.42.
δ. ταῖς τύχαις ὁμιλοῦντεςD.H.6.47,
μὴ δ. ἐνέγκατεD.H.7.31.