δύσθραυστος, -ον


difícil de romper o partir de partes de plantas y de cartílagos, Dsc.1.4.1, 4.80, 154, Gal.3.919, Aët.2.196
difícil de triturar φρυγεῖσα κριθή Gal.6.509, ὅταν ὦσι χονδροὶ καὶ δύσθραυστοι (αἱ ἅλες) Gal.11.694, σκωρία μολύβδου Dsc.5.82, (λίθοι) Phlp.in de An.410.10.