< δυσθνητέω
δύσθραυστος >
δύσθνητος
,
-ον
de agonía
,
agonizante
στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον
E.
Ph
.1438 (cód., pero v. δύστλητος).