δίεμαι
• Morfología: [sólo v. med., excep. impf. act. δίον Il.22.251; formas tem.: pres. ind. δίομαι A.Pers.700, subj. δίωμαι Od.21.370, opt. δίοιτο Od.17.317, part. διόμενος A.Eu.385, Fr.451s.10(b)2]
A tr.
I
δηΐους προτὶ ἄστυIl.12.276,
θρασὺν Ἕκτορα ... πεδίονδεIl.22.456,
νεβρὸν ὄρεσφι κύωνIl.22.189,
(κνώδαλον)Od.17.317,
μή σε ... ἀγρόνδε δίωμαι βάλλων χερμαδίοισιOd.21.370,
προτέρωσε ... ἡμέαςA.R.4.498,
ἐν δρυμοῖσιν ... θῆραOpp.C.1.84
•fig.
ἀτίετα διόμεναι λάχηpersiguiendo una labor no estimada A.Eu.385 (pero quizá v. pas.).
2 alejar, rechazar c. ac. gener. de animados y ἀπό c. gen.
ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τεIl.16.246,
ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' ... δύνανται ποιμένες ... δ.Il.18.162, cf. 17.110,
τὸν ξεῖνον ... ἀπὸ μεγάροιοOd.17.398, cf. 20.343, c. gen.
(λέοντα) κύων σταθμοῖοQ.S.2.331
•espantar
(σκύλακες) κνώδαλα πάντα δίενταιOpp.C.1.426, cf. 2.358, en v. pas.
οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι (el león)Il.12.304.
3 lanzar, conducir a gran velocidad
(ἵππους) προτὶ ἄστυ ... λαοφόρον καθ' ὁδόνIl.15.681.
II escapar, huir c. ac. de dir.
ἢν δὲ ... Πόντον δὲ σόη πτερύγεσσι δίηταιde una paloma, A.R.2.330
•c. inf. sentir temor de, tener miedo de
δίομαι μὲν χαρίσασθαι, δίομαι δ' ἀντία φάσθαιA.Pers.700.
B intr. correr
ἵπποι ... πεδίοιο δίενταιIl.23.475,
οὔ σ' ἔτι ... φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ ... δίονIl.22.251,
ὦρτο δίεσθαιechó a correr A.R.1.1250
•lanzarse, abalanzarse, saltar
φαλάγγια τυτθὰ δίενταιNic.Th.755.
• Etimología: Dud.: ¿rel. διώκω? ¿Quizá de *di̯°H2- c. vocalismo analóg. ε, frente a δῖνος < *diH2-? Cf. δίζημαι.