διεμβάλλω
1 colocar de través, poner en posición atravesada
τοὺς μοχλούςLXX Ex.40.18,
τοὺς ἀναφορεῖςLXX Nu.4.6.
2 medic. introducir
ἔλλασμα χαλκοῦνGal.2.574, c. διά y gen.
λημνίσκους δ. ἐπὶ τούτων (τῶν τόπων) διὰ τῶν διαιρέσεωνAët.15.12,
διὰ τοῦ ζώσματος ... τὰς ἀρχάςSor.Fasc.169.2, en v. pas.
διπύρηνα διεμβαλλόμενα διὰ τῶν σπερματικῶν ἀγγείωνGal.4.595.