δίδραχμα, -ματος, τό
• Alolema(s): δίδραγμα Ps.Callisth.2.18B.


moneda de dos dracmas equiv. a un siclo judío ἡ ... τῶν πέντε διδραχμάτων ὑπὲρ ἑκάστου τῶν πρωτοτόκων συντίμησις Gr.Nyss.M.46.1165D, cf. 1168B, διδράγματα χίλια mil monedas de dos dracmas Ps.Callisth.l.c.