διδράσκω
• Morfología: [aor. part. δράσαντα POxy.1423.6 (IV d.C.); perf. ind. δέδρακα Eun.Hist.62.2]
huir, escapar
λέγων ὅτι μὴ μέλλοι διδράσκεινSocr.Ep.16.1,
ἐὰν δὲ ἀργήσῃ ἡ παιδίσκη Σωτηρὶς ἢ δράσῃ [ἢ ἀ]σθενήσῃStud.Pal.22.36.13 (II d.C.),
ἐπιτρέπω δοῦλόν μου Μάγνον ... δράσαντα ... ἀγαγεῖνPOxy.l.c., cf. Hsch.s.u. διδράσκων, δ 2315
•c. gen.
δεδρακότες τοῦ καπηλείουEun.l.c.
• Etimología: Pres. red. de *dreHu̯2-, tema que da lugar a ai. drāti y, en grado ø *drHu̯2°-, a ai. drutá-, gót. trudan.