δέρις 1
,
δέρις 2
.
< †δερίπιον·
δέρις >
δέρις
,
-ιος, ἡ
cuello
prob. f.l. por δέρη en Alciphr.2.7.1, cf. Hsch.
< δέρις
Δερίς >
δέρις
v. δέρρις.