δέκανδρος, -ου, ὁ
decénviro en diversos giros, trad. de lat. decemuir stlitibus iudicandis
δ. ἀνδρῶν πράγματ[α δι]κ[άζοντωνIGR 3.1281 (Arabia),
δ. ἐπ]ὶ τῶν κληρονομικῶν δικα[στηρίωνMAMA 6.262 (Acmonia), cf. δέκα I 2 d).
δ. ἀνδρῶν πράγματ[α δι]κ[άζοντωνIGR 3.1281 (Arabia),
δ. ἐπ]ὶ τῶν κληρονομικῶν δικα[στηρίωνMAMA 6.262 (Acmonia), cf. δέκα I 2 d).