< δεκανᾶται·
δέκανδρος >
δεκανδρικός
,
-ή, -όν
decenviral
, trad. de lat.
decemuiralis
ἀρχή
Lyd.
Mag
.1.34,
δεκανδρικὴ ἐξουσία
decenvirato
Lyd.
Mag
.1.45 (tít).