δάκος, -εος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
zool.
1 animal de mordedura peligrosa esp. en mit. monstruo
ποντίοις δάκεσι δὸς βοράνdame como presa a los monstruos marinos A.Pr.583,
ἄπτερονA.Fr.451p17,
θηρὸς ἐχθίστου δ.de la esfinge, A.Th.558,
Ἀργεῖονdel caballo de Troya, A.A.824,
δ. ἤ τι πέλωρον θηρίον ἀγρεύσωCall.Dian.84,
τοῦ τυφλωθέντος δάκουςde Polifemo, Lyc.765
•de anim. reales
λύγκα, δύστοκον δ.E.Fr.863,
βλοσυρὸν δ. Ἀμφιτρίτηςde una ballena, Opp.H.5.333,
ἀσπίδα ... ἀμυδρότατον δ. ἄλλωνNic.Th.158, cf. 282, 336, Hsch.
•gener. fiera, animal salvaje
ἄφθογγα ... δάκη θηρῶνE.Hipp.646,
ἤ τι θήρειον δ. δαινύμενοςE.Cyc.325, fig.
δουλεύειν ... παρανόμῳ δάκειservir a una fiera sin ley, e.e., a Odiseo, E.Tr.284, cf. S.Fr.33a.
2 mordedura, picadura
οὐ ... ἀβληχρὸν ἔχει δ. ... πούλυπος ... ἢ σηπίηOpp.H.2.454,
πορδαλίων ... ὀλοὸν δ.Opp.H.5.30
•fig.
δ. ἀδινὸν κακαγοριᾶνviolenta mordedura de la maledicencia Pi.P.2.53.
3 ict., cierto pez, Gp.20.7.1.
• Etimología: De *dn̥kos ‘mordedura’, cf. δάκνω.