< δωροτελέω
δωροφορέω >
δωροφάγος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
devorador de regalos
μέγα κυδαίνων βασιλῆας δωροφάγους
Hes.
Op
.39, cf. 221, 264,
οἱ πολλοί
Plb.6.9.7.