δωροφορία, -ας, ἡ
1 regalo
ὑπερβαίνων τὰς ἁλιευτικὰς δωροφορίαςAlciphr.1.6.3
•sent. relig. crist. ofrenda, donativo
ἡ τῶν Μάγων δ.Isid.Pel.Ep.M.78.193B, cf. 304A, ref. gener. a la Eucaristía
ἡ μυστικὴ δ.Gr.Nyss.Eun.3.9.54,
δωροφορίας ἐπαγγελίαGr.Nyss.Or.Dom.22.4,
δωροφορίαν ἐπαγγελλόμενοςThdr.Mops.Io.29 (p.327),
τῆς μυστικῆς καὶ ζωοποιοῦ δωροφορίας ἡ χάριςla gracia de la ofrenda mística y vivificante Cyr.Al.Luc.1.329.6.
2 soborno
καταβολὴ καὶ δ.Poll.4.47.