δωροδόκημα, -ματος, τό
1 abstr. aceptación de un regalo como soborno, venalidad
ἀδικήματα καὶ δωροδοκήματαD.18.20, cf. 31,
τὸ Δημοσθένους δ.Aeschin.3.69,
τὰ δημόσια δωροδοκήματαlas corrupciones políticas Aeschin.3.209.
2 concr. soborno
ἔλαβον ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... δωροδοκήματαPl.Com.127,
τόκον ... τοῦ δωροδοκήματοςAeschin.3.104,
ὁ δὲ ... τὸ δ. εἶχεν ἐν χειρίPaus.7.12.1.