< δωρόδειπνος
δωροδοκέω >
δωροδέκτης
,
-ου, ὁ
el que se deja sobornar con regalos
πῦρ καύσει οἴκους δωροδεκτῶν
LXX
Ib
.15.34, cf. Men.Rh.416.